- οινοβρώς
- οἰνοβρώς -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που τρώγεται με κρασί ή που έχει γεύση κρασιού2. διαποτισμένος με κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρώς (< βι-βρώσκω «τρώω»), πρβλ. τριχο-βρώς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek